- ὑποσχεσίη
- ὑπο - σχεσίη = ὑπόσχεσις, pl., Il. 13.369†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὑποσχεσίη — fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίῃ — ὑποσχεσίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσχεσίη — ἡ, Α (επικ. τ.) ὑπόσχεσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. τής λ. ὑπόσχεσις, με κατάλ. ίη, επικ. τ. τής κατάλ. ία (πρβλ. ἔκκλησις: ἐκκλησία)] … Dictionary of Greek
ὑποσχεσίαι — ὑποσχεσίη fem nom/voc pl ὑποσχεσίᾱͅ , ὑποσχεσίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίην — ὑποσχεσίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίης — ὑποσχεσίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίῃς — ὑποσχεσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίῃσι — ὑποσχεσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίῃσιν — ὑποσχεσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσχεσίηισ' — ὑποσχεσίῃσι , ὑποσχεσίη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)